τοσκανίτης

τοσκανίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) ηφαιστίτης από μελανότεφρη θεμελιώδη μάζα με πορφυριτικούς κρυστάλλους βιοτίτη, λαβραδορίτη και σανιδίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toskanite < Toscana, περιοχή τής Ιταλίας, όπου απαντά το ορυκτό αυτό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”